- γεωμόρος
- ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος)αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίαςαρχ.1. πληθ. oἱ γεωμόροια) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους δημιουργούς*)β) στη Σάμο, στο Άργος και αλλού) οι μεγαλοκτηματίες2. οι άρχοντες οι οποίοι εποπτεύουν στη διανομή τής γης3. εν. ο γεωργός4. ως επίθ. ο γεωργικός, αυτός που οργώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που ανήκει σε μένα, διαιρώ, μοιράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.